συγκινητικότητα

συγκινητικότητα
[-ης (-ητος)] η
1) взволнованность; 2) трогательность; умилительность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "συγκινητικότητα" в других словарях:

  • συγκινητικότητα — η, Ν [συγκινητικός] η ιδιότητα τού ατόμου να συγκινείται, η οποία εκδηλώνεται με ψυχικά, αλλά και σωματικά, κυρίως νευροφυτικά, φαινόμενα …   Dictionary of Greek

  • συγκινητικότητα — η 1. τονα έχει κάτι σφοδρή συγκίνηση. 2. το να συγκινείται κάποιος εύκολα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιδιοσυγκρασία — Ενδεικτικός όρος ορισμένων ψυχολογικών ιδιοτήτων του ατόμου σε σχέση με τα συστατικά της δομής του και των οργανικών λειτουργιών του. Η θεωρία των ιατρών φιλοσόφων της αρχαιότητας (όπως ο Ιπποκράτης), η οποία εμπεριείχε πολλά στοιχεία φαντασίας… …   Dictionary of Greek

  • υπερσυγκινησία — η, Ν ιατρ. υπερβολική και νοσηρή ευσυγκινησία. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. hyperemotivite < hyper (< υπερ *) + emotivite «συγκινητικότητα»] …   Dictionary of Greek

  • πειθιατισμός — (Ιατρ.). Το σύνολο ψυχικών διαταραχών που προέρχονται από υποβολή και οι οποίες θεραπεύονται με την πειθώ. Ο όρος καθιερώθηκε από τον καθηγητή Μπαμπίνσκι. Πάντως, η ψυχονεύρωση αυτή, της οποίας τα αίτια ποικίλλουν ανάλογα με την ψυχοσύνθεση κάθε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»